Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσομανής η νοσομανής το νοσομανές
      γενική του νοσομανούς* της νοσομανούς του νοσομανούς
    αιτιατική τον νοσομανή τη νοσομανή το νοσομανές
     κλητική νοσομανή(ς) νοσομανής νοσομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσομανείς οι νοσομανείς τα νοσομανή
      γενική των νοσομανών των νοσομανών των νοσομανών
    αιτιατική τους νοσομανείς τις νοσομανείς τα νοσομανή
     κλητική νοσομανείς νοσομανείς νοσομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοσομανής < νόσ(ος) + -ο- + -μανής

  Επίθετο επεξεργασία

νοσομανής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία