↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηστεμμένος η νηστεμμένη το νηστεμμένο
      γενική του νηστεμμένου της νηστεμμένης του νηστεμμένου
    αιτιατική τον νηστεμμένο τη νηστεμμένη το νηστεμμένο
     κλητική νηστεμμένε νηστεμμένη νηστεμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηστεμμένοι οι νηστεμμένες τα νηστεμμένα
      γενική των νηστεμμένων των νηστεμμένων των νηστεμμένων
    αιτιατική τους νηστεμμένους τις νηστεμμένες τα νηστεμμένα
     κλητική νηστεμμένοι νηστεμμένες νηστεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηστεμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νηστεύω

νηστεμμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία