Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νηστεμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νηστεμμέν
ος
η
νηστεμμέν
η
το
νηστεμμέν
ο
γενική
του
νηστεμμέν
ου
της
νηστεμμέν
ης
του
νηστεμμέν
ου
αιτιατική
τον
νηστεμμέν
ο
τη
νηστεμμέν
η
το
νηστεμμέν
ο
κλητική
νηστεμμέν
ε
νηστεμμέν
η
νηστεμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νηστεμμέν
οι
οι
νηστεμμέν
ες
τα
νηστεμμέν
α
γενική
των
νηστεμμέν
ων
των
νηστεμμέν
ων
των
νηστεμμέν
ων
αιτιατική
τους
νηστεμμέν
ους
τις
νηστεμμέν
ες
τα
νηστεμμέν
α
κλητική
νηστεμμέν
οι
νηστεμμέν
ες
νηστεμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νηστεμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
νηστεύω
Μετοχή
επεξεργασία
νηστεμμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
νηστεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νηστεμμένος