Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νησιωτικότητα οι νησιωτικότητες
      γενική της νησιωτικότητας των νησιωτικοτήτων
    αιτιατική τη νησιωτικότητα τις νησιωτικότητες
     κλητική νησιωτικότητα νησιωτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νησιωτικότητα < νησιωτικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική insularity)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νησιωτικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία