νηματουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νηματουργός < μεσαιωνική ελληνική νηματουργός[1] < αρχαία ελληνική νῆμα + ἔργον
Ουσιαστικό επεξεργασία
νηματουργός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ως αρσενικό: νηματουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ως αρσενικό: νηματουργός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- αρσενικό ή θηλυκό: νηματουργός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ↑ νηματουργός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)