νηματουργείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νηματουργείο < νήματ(ος) + -ουργείο[1] ή νηματουργός + -είο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική filature[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νηματουργείο ουδέτερο
- εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου παράγονται νήματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ νηματουργείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ νηματουργείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)