Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νηματίαση οι νηματιάσεις
      γενική της νηματίασης* των νηματιάσεων
    αιτιατική τη νηματίαση τις νηματιάσεις
     κλητική νηματίαση νηματιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νηματιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηματίαση < καθαρεύουσα νηματίασις < νημάτιον + -σις < αρχαία ελληνική νῆμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική filariose)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νηματίαση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία