Ετυμολογία

επεξεργασία
νηματίασις < νημάτ(ιον) + -ίασις < αρχαία ελληνική νῆμα (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική filariose

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νηματίασις, -εως θηλυκό (καθαρεύουσα)