Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεφρίδιο τα νεφρίδια
      γενική του νεφρίδιου
νεφριδίου
των νεφρίδιων
νεφριδίων
    αιτιατική το νεφρίδιο τα νεφρίδια
     κλητική νεφρίδιο νεφρίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφρίδιο < ελληνιστική κοινή νεφρίδιον, ουδέτερο του νεφρίδιος[1] < αρχαία ελληνική νεφρός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική nephridium)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεφρίδιο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. νεφρίδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.