νεφρίδιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεφρίδιος < αρχαία ελληνική νεφρός + -ίδιον
Επίθετο
επεξεργασίανεφρῐ́διος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με τους νεφρούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νεφρός
Πηγές
επεξεργασία- νεφρίδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.