γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νεφρίδιος νεφριδί τὸ νεφρίδιον
      γενική τοῦ νεφριδίου τῆς νεφριδίᾱς τοῦ νεφριδίου
      δοτική τῷ νεφριδί τῇ νεφριδί τῷ νεφριδί
    αιτιατική τὸν νεφρίδιον τὴν νεφριδίᾱν τὸ νεφρίδιον
     κλητική ! νεφρίδιε νεφριδί νεφρίδιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νεφρίδιοι αἱ νεφρίδιαι τὰ νεφρίδι
      γενική τῶν νεφριδίων τῶν νεφριδίων τῶν νεφριδίων
      δοτική τοῖς νεφριδίοις ταῖς νεφριδίαις τοῖς νεφριδίοις
    αιτιατική τοὺς νεφριδίους τὰς νεφριδίᾱς τὰ νεφρίδι
     κλητική ! νεφρίδιοι νεφρίδιαι νεφρίδι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νεφριδίω τὼ νεφριδί τὼ νεφριδίω
      γεν-δοτ τοῖν νεφριδίοιν τοῖν νεφριδίαιν τοῖν νεφριδίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεφρίδιος < αρχαία ελληνική νεφρός + -ίδιον

  Επίθετο

επεξεργασία

νεφρῐ́διος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία