νευρορραφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευρορραφή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neurorrhaphy + -ή < αρχαία ελληνική νεῦρον + ῥαφή < ῥάπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευρορραφή θηλυκό
- (ιατρική) διαδικασία κατά την οποία οι άκρες ενός κομμένου νεύρου ενώνονται με ράμματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νευρορραφή