νευροεκφυλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευροεκφυλιστικός < νευροεκφυλισμός + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurodegenerative[1] ή γαλλική neurodégénératif[1])
Επίθετο επεξεργασία
νευροεκφυλιστικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τον νευροεκφυλισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευροεκφυλιστικός
- ↑ 1,0 1,1 νευροεκφυλιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)