νευραλγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευραλγικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική névralgique < névralg(ie) (νευραλγία < νευρ-αλγ(ία)) + ique (-ικός)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.vɾal.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ραλ‐γι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
νευραλγικός
- που σχετίζεται με τη νευραλγία
- κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό κατά την εξέλιξη έργου ή κατάστασης
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευραλγικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νευραλγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας