Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νερώνειος η νερώνεια το νερώνειο
      γενική του νερώνειου της νερώνειας του νερώνειου
    αιτιατική τον νερώνειο τη νερώνεια το νερώνειο
     κλητική νερώνειε νερώνεια νερώνειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νερώνειοι οι νερώνειες τα νερώνεια
      γενική των νερώνειων των νερώνειων των νερώνειων
    αιτιατική τους νερώνειους τις νερώνειες τα νερώνεια
     κλητική νερώνειοι νερώνειες νερώνεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νερώνειος < Νέρων + -ειος

  Επίθετο επεξεργασία

νερώνειος

  • που έχει σχέση με τον (Ρωμαίο αυτοκράτορα) Νέρωνα ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία