νεοϊμπρεσιονιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοϊμπρεσιονιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neoimpressionist < αρχαία ελληνική νέος + αγγλική impressionist < γαλλική impressionniste < impression < λατινική impressio < imprimo < premo
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοϊμπρεσιονιστής αρσενικό (θηλυκό: νεοεμπρεσιονίστρια / νεοϊμπρεσιονίστρια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοϊμπρεσιονιστής
|