νεοεμπρεσιονίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοεμπρεσιονίστρια < νεοεμπρεσιονιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοεμπρεσιονίστρια θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοεμπρεσιονίστρια
|