Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
impressionniste impressionnistes

impressionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ιμπρεσιονιστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
impressionniste impressionnistes

impressionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ιμπρεσιονιστής