Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοσκαφής η νεοσκαφής το νεοσκαφές
      γενική του νεοσκαφούς* της νεοσκαφούς του νεοσκαφούς
    αιτιατική τον νεοσκαφή τη νεοσκαφή το νεοσκαφές
     κλητική νεοσκαφή(ς) νεοσκαφής νεοσκαφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοσκαφείς οι νεοσκαφείς τα νεοσκαφή
      γενική των νεοσκαφών των νεοσκαφών των νεοσκαφών
    αιτιατική τους νεοσκαφείς τις νεοσκαφείς τα νεοσκαφή
     κλητική νεοσκαφείς νεοσκαφείς νεοσκαφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοσκαφής < ελληνιστική κοινή νεοσκαφής < αρχαία ελληνική νέος + σκάπτω

  Επίθετο επεξεργασία

νεοσκαφής -ής -ές

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία