Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεόσκαπτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νεόσκαπτ
ος
η
νεόσκαπτ
η
το
νεόσκαπτ
ο
γενική
του
νεόσκαπτ
ου
της
νεόσκαπτ
ης
του
νεόσκαπτ
ου
αιτιατική
τον
νεόσκαπτ
ο
τη
νεόσκαπτ
η
το
νεόσκαπτ
ο
κλητική
νεόσκαπτ
ε
νεόσκαπτ
η
νεόσκαπτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νεόσκαπτ
οι
οι
νεόσκαπτ
ες
τα
νεόσκαπτ
α
γενική
των
νεόσκαπτ
ων
των
νεόσκαπτ
ων
των
νεόσκαπτ
ων
αιτιατική
τους
νεόσκαπτ
ους
τις
νεόσκαπτ
ες
τα
νεόσκαπτ
α
κλητική
νεόσκαπτ
οι
νεόσκαπτ
ες
νεόσκαπτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεόσκαπτος
<
νεο-
+
σκάβω
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
νεόσκαπτος, -η, -ο
(
λόγιο
) που
πρόσφατα
τον έχουν
σκάψει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
νεοσκαφής
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
νέος
και
σκάβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεόσκαπτος
→
δείτε
τη λέξη
νεοσκαφής