νεοδογματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοδογματικός < νεο- + δογματικός
Επίθετο επεξεργασία
νεοδογματικός
- που αφορά καινοφανές δόγμα
- που αφορά νέο ρεύμα-τάση-παρακλάδι ιδεολογικού φανατισμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοδογματικός