↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναυαγισμένος η ναυαγισμένη το ναυαγισμένο
      γενική του ναυαγισμένου της ναυαγισμένης του ναυαγισμένου
    αιτιατική τον ναυαγισμένο τη ναυαγισμένη το ναυαγισμένο
     κλητική ναυαγισμένε ναυαγισμένη ναυαγισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναυαγισμένοι οι ναυαγισμένες τα ναυαγισμένα
      γενική των ναυαγισμένων των ναυαγισμένων των ναυαγισμένων
    αιτιατική τους ναυαγισμένους τις ναυαγισμένες τα ναυαγισμένα
     κλητική ναυαγισμένοι ναυαγισμένες ναυαγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυαγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναυαγώ

ναυαγισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία