ναυαγισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυαγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναυαγώ
Μετοχή επεξεργασία
ναυαγισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ναυαγώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυαγισμένος
|
ναυαγισμένος, -η, -ο
|