ναρκοθετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναρκοθετικός < ναρκοθέτηση + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ναρκοθετικός, -ή, -ό, το ουδέτερο φέρεται επίσης ουσιαστικοποιημένο
- (στρατιωτικός όρος): ο σχετικός με ναρκοθέτηση
- (ναυτικός όρος): ο σχετικός με πόντιση ναρκών, 'η ναρκοθέτιδα
- "ναρκοθετικός αποκλεισμός", "ναρκοθετική εκπαίδευση", "ναρκοθετικό διάγραμμα"
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναρκοθετικός
|