νήκεστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νήκεστος < → λείπει η ετυμολογία νή-
Επίθετο
επεξεργασίανήκεστος, -ος, -ον
- ανίατος, αθεράπευτος
- (το ουδέτερο και ως επίρρημα) (νήκεστον): αθεράπευτα, ανίατα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 283 (282-284)
- ὃς δέ κε μαρτυρίῃσιν ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας | ψεύσεται, ἐν δὲ δίκην βλάψας νήκεστον ἀασθῇ, | τοῦ δέ τ᾽ ἀμαυροτέρη γενεὴ μετόπισθε λέλειπται·
- Μα όποιος ψέματα θα πει στη μαρτυρία του, αφού ψευδόρκησε | εκούσια, και τη δικαιοσύνη έβλαψε κι αγιάτρευτα αμάρτησε, | τούτου η γενιά αφανέστερη στο μέλλον θ᾽ απομείνει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὃς δέ κε μαρτυρίῃσιν ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας | ψεύσεται, ἐν δὲ δίκην βλάψας νήκεστον ἀασθῇ, | τοῦ δέ τ᾽ ἀμαυροτέρη γενεὴ μετόπισθε λέλειπται·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 283 (282-284)
Πηγές
επεξεργασία- νήκεστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νήκεστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.