→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νήκεστος τὸ νήκεστον
      γενική τοῦ/τῆς νηκέστου τοῦ νηκέστου
      δοτική τῷ/τῇ νηκέστ τῷ νηκέστ
    αιτιατική τὸν/τὴν νήκεστον τὸ νήκεστον
     κλητική ! νήκεστε νήκεστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νήκεστοι τὰ νήκεστ
      γενική τῶν νηκέστων τῶν νηκέστων
      δοτική τοῖς/ταῖς νηκέστοις τοῖς νηκέστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νηκέστους τὰ νήκεστ
     κλητική ! νήκεστοι νήκεστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νηκέστω τὼ νηκέστω
      γεν-δοτ τοῖν νηκέστοιν τοῖν νηκέστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νήκεστος < λείπει η ετυμολογία νή-

  Επίθετο

επεξεργασία

νήκεστος, -ος, -ον

  1. ανίατος, αθεράπευτος
     συνώνυμα: ἀνήκεστος, ἀνίατος
  2. (το ουδέτερο και ως επίρρημα) (νήκεστον): αθεράπευτα, ανίατα
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 283 (282-284)
    ὃς δέ κε μαρτυρίῃσιν ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας | ψεύσεται, ἐν δὲ δίκην βλάψας νήκεστον ἀασθῇ, | τοῦ δέ τ᾽ ἀμαυροτέρη γενεὴ μετόπισθε λέλειπται·
    Μα όποιος ψέματα θα πει στη μαρτυρία του, αφού ψευδόρκησε | εκούσια, και τη δικαιοσύνη έβλαψε κι αγιάτρευτα αμάρτησε, | τούτου η γενιά αφανέστερη στο μέλλον θ᾽ απομείνει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr