Δείτε επίσης: Μύρτο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μύρτο τα μύρτα
      γενική του μύρτου των μύρτων
    αιτιατική το μύρτο τα μύρτα
     κλητική μύρτο μύρτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μύρτο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μύρτον (ουδέτερο), τύπος του μύρτος (θηλυκό).[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmiɾ.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύρ‐το
τονικό παρώνυμο: Μυρτώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μύρτο ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο καρπός της μυρτιάς
    Τα μύρτα τρώγονται ωμά και γίνονται μ' αυτά εξαιρετικές μαρμελάδες. (Από το Διαδίκτυο)
  2. (στον πληθυντικό: ανατομία) τμήματα του παρθενικού υμένα που παραμένουν μετά τη ρήξη του υμένα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μύρτο : κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μύρτο θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία