μυστικοσύμβουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μυστικοσύμβουλος | οι | μυστικοσύμβουλοι |
γενική | του | μυστικοσύμβουλου & μυστικοσυμβούλου |
των | μυστικοσύμβουλων & μυστικοσυμβούλων |
αιτιατική | τον | μυστικοσύμβουλο | τους | μυστικοσύμβουλους & μυστικοσυμβούλους |
κλητική | μυστικοσύμβουλε | μυστικοσύμβουλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυστικοσύμβουλος < μυστικ(ός) + -ο- + σύμβουλος ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Geheimrat)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυστικοσύμβουλος αρσενικό ή θηλυκό
- κρυφός ή ανεπίσημος σύμβουλος κάποιου προσώπου
Συνώνυμα
επεξεργασία- ηγερία (θηλυκό)