Ετυμολογία

επεξεργασία

égérie < λατινική Egeria

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ʒe.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
égérie égéries

égérie (fr) αρσενικό