↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριόφωνος η μυριόφωνη το μυριόφωνο
      γενική του μυριόφωνου της μυριόφωνης του μυριόφωνου
    αιτιατική τον μυριόφωνο τη μυριόφωνη το μυριόφωνο
     κλητική μυριόφωνε μυριόφωνη μυριόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριόφωνοι οι μυριόφωνες τα μυριόφωνα
      γενική των μυριόφωνων των μυριόφωνων των μυριόφωνων
    αιτιατική τους μυριόφωνους τις μυριόφωνες τα μυριόφωνα
     κλητική μυριόφωνοι μυριόφωνες μυριόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυριόφωνος < μύριοι + -φωνος (< φωνή) αρχαία ελληνική μυριόφωνος -ος, -ον

  Επίθετο

επεξεργασία

μυριόφωνος, -η, -ο

  1. αυτός που εκβάλει μύριες φωνές
  2. ο πολύφωνος, ο πολύγλωσσος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία