μυριάμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυριάμετρο | τα | μυριάμετρα |
γενική | του | μυριάμετρου & μυριαμέτρου |
των | μυριάμετρων & μυριαμέτρων |
αιτιατική | το | μυριάμετρο | τα | μυριάμετρα |
κλητική | μυριάμετρο | μυριάμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυριάμετρο < μυριο- + μέτρο < αρχαία ελληνική μύριοι + μέτρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυριάμετρο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυριάμετρο
|