↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυξοσάρκωμα τα μυξοσαρκώματα
      γενική του μυξοσαρκώματος των μυξοσαρκωμάτων
    αιτιατική το μυξοσάρκωμα τα μυξοσαρκώματα
     κλητική μυξοσάρκωμα μυξοσαρκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυξοσάρκωμα (μαρτυρείται από το 1861)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική myxosarcoma[2] < αρχαία ελληνική μύξᾰ (< μύσσομαι) + σάρξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυξοσάρκωμα ουδέτερο

  • (ιατρική) σπάνιος κακοήθης όγκος που αποτελείται από βλεννοειδή κύτταρα, μπορεί να σχετίζεται με άλλους όγκους όπως το λιποσάρκωμα ή το ινοσάρκωμα και εμφανίζεται σε διάφορα όργανα του ανθρώπου όπως την καρδιά, τον πνεύμονα, κ.α.
    ※  Το μυξοσάρκωμα (Myxosarcoma) είναι ένας όγκος συνδετικού ιστού που σχετίζεται με σαρκώματα. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του μυξοσαρκώματος είναι η παρουσία στη σύνθεσή του μεγάλης ποσότητας βλεννοειδούς ουσίας. Η φύση και η προέλευση του μυξοσαρκώματος δεν είναι πλήρως κατανοητές. Υπάρχει η άποψη ότι αυτός ο όγκος δεν είναι ένα ξεχωριστό ανεξάρτητο νεόπλασμα, αλλά είναι μια ποικιλία άλλων τύπων σαρκωμάτων, όπως το λιποσάρκωμα ή το ινοσάρκωμα, στα οποία συμβαίνουν διεργασίες συσσώρευσης βλεννοειδών. Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμη συναίνεση για αυτό το θέμα. Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον προσδιορισμό της ακριβούς φύσης και της κυτταρικής προέλευσης του μυξοσαρκώματος και για την ανάπτυξη βέλτιστων μεθόδων για τη διάγνωση και τη θεραπεία τους.
    Μυξοσάρκωμα , @medicinka.com, ημερομηνία ανάκτησης: 17-07-2024.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 678, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.