↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
μυκητοκτόνος
|
η
|
μυκητοκτόνος & μυκητοκτόνα
|
το
|
μυκητοκτόνο
|
γενική
|
του
|
μυκητοκτόνου
|
της
|
μυκητοκτόνου & μυκητοκτόνας
|
του
|
μυκητοκτόνου
|
αιτιατική
|
τον
|
μυκητοκτόνο
|
τη
|
μυκητοκτόνο & μυκητοκτόνα
|
το
|
μυκητοκτόνο
|
κλητική
|
|
μυκητοκτόνε
|
|
μυκητοκτόνε & μυκητοκτόνα
|
|
μυκητοκτόνο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
μυκητοκτόνοι
|
οι
|
μυκητοκτόνοι & μυκητοκτόνες
|
τα
|
μυκητοκτόνα
|
γενική
|
των
|
μυκητοκτόνων
|
των
|
μυκητοκτόνων
|
των
|
μυκητοκτόνων
|
αιτιατική
|
τους
|
μυκητοκτόνους
|
τις
|
μυκητοκτόνους & μυκητοκτόνες
|
τα
|
μυκητοκτόνα
|
κλητική
|
|
μυκητοκτόνοι
|
|
μυκητοκτόνοι & μυκητοκτόνες
|
|
μυκητοκτόνα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|