Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυάγρα οι μυάγρες
      γενική της μυάγρας των μυαγρών
    αιτιατική τη μυάγρα τις μυάγρες
     κλητική μυάγρα μυάγρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυάγρα < ελληνιστική κοινή μυάγρα αρχαία ελληνική μῦς + ἄγρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυάγρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυάγρ αἱ μυάγραι
      γενική τῆς μυάγρᾱς τῶν μυαγρῶν
      δοτική τῇ μυάγρ ταῖς μυάγραις
    αιτιατική τὴν μυάγρᾱν τὰς μυάγρᾱς
     κλητική ! μυάγρ μυάγραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυάγρ
γεν-δοτ τοῖν  μυάγραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυάγρα (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυάγρα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. ποντικοπαγίδα
    ※  Τύλλιος Σαβίνος στην Παλατινή Ανθολογία, 9.410 @poesialatina.it, @perseus.tufts.edu
    Σμίνθος, ὁ παντοίης δαιτὸς λίχνος, οὐδὲ μυάγρης
    δειλός, ὁ κἀκ θανάτου κέρδεα λῃζόμενος,
    νευρολάλον Φοίβου χορδὴν θρίσεν· ἡ δ' ἐπὶ πῆχυν
    ἑλκομένη θηρὸς λαιμὸν ἀπεβρόχισεν.
    τόξων εὐστοχίην θαυμάζομεν, ὃς δὲ κατ' ἐχθρῶν
    ἤδη καὶ κιθάρην εὔστοχον ὅπλον ἔχει.
  2. (φυτό) ἀσπάραγος πετραῖος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία