φάκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάκα | οι | φάκες |
γενική | της | φάκας | των | (φακών) |
αιτιατική | τη | φάκα | τις | φάκες |
κλητική | φάκα | φάκες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φάκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική fak < αραβική فخ (fak)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάκα θηλυκό
- η ποντικοπαγίδα
- (κατ’ επέκταση) η παγίδα