μπούκοβο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπούκοβο | ||
γενική | του | μπούκοβου | ||
αιτιατική | το | μπούκοβο | ||
κλητική | μπούκοβο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπούκοβο < σλαβικής προέλευσης Буково (Μπούκοβο) (χωριό στη Βόρεια Μακεδονία κοντά στη Μπίτολα) < бук (οξιά) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *buky) + -ово (-οβο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbu.ko.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπού‐κο‐βο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπούκοβο ουδέτερο, μόνο στον ενικό