Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουφετζής οι μπουφετζήδες
      γενική του μπουφετζή των μπουφετζήδων
    αιτιατική τον μπουφετζή τους μπουφετζήδες
     κλητική μπουφετζή μπουφετζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουφετζής < μπουφές + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουφετζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) υπάλληλος ή το άτομο που φροντίζει το μπουφέ σε συνεστιάσεις
  2. ιδιοκτήτης ή υπάλληλος κυλικείου
  3. (ειδικότερα) υπάλληλος μπαρ, καφετέριας, αναψυκτηρίου κ.λπ. που εξειδικεύεται στην προετοιμασία ροφημάτων και διαφόρων μικρών πιάτων με εδέσματα, που παρασκευάζει φρέσκους χυμούς και σερβίρει γλυκίσματα ή παγωτά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία