μπουφετζού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπουφετζού < μπουφετζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bu.feˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐φε‐τζού
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπουφετζού θηλυκό
- (προφορικό, επάγγελμα) θηλυκό του μπουφετζής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπουφές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπουφετζής
μπουφετζού
|
Πηγές
επεξεργασία
- μπουφετζής, μπουφετζού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)