• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μπουνταλάς

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Μπουνταλάς

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουνταλάς οι μπουνταλάδες
      γενική του μπουνταλά των μπουνταλάδων
    αιτιατική τον μπουνταλά τους μπουνταλάδες
     κλητική μπουνταλά μπουνταλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουνταλάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική budala < αραβική بدلاء (budalāˀ)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπουνταλάς αρσενικό (θηλυκό μπουνταλού)

  1. κουτός, βλάκας, αργόστροφος, περιορισμένων δυνατοτήτων
  2. (κατ’ επέκταση) αδέξιος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μπουνταλάς
  • αγγλικά : dullish (en)
  • γαλλικά : stupide (fr)
  • τουρκικά : budala (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπουνταλάς&oldid=5578371"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Αυγούστου 2022, στις 20:15

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Αυγούστου 2022, στις 20:15.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας