μπουνταλάς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπουνταλάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική budala < αραβική بدلاء (budalāˀ)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπουνταλάς αρσενικό (θηλυκό μπουνταλού)
- κουτός, βλάκας, αργόστροφος, περιορισμένων δυνατοτήτων
- (κατʼ επέκταση) αδέξιος