Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπουκλωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπουκλωτ
ός
η
μπουκλωτ
ή
το
μπουκλωτ
ό
γενική
του
μπουκλωτ
ού
της
μπουκλωτ
ής
του
μπουκλωτ
ού
αιτιατική
τον
μπουκλωτ
ό
την
μπουκλωτ
ή
το
μπουκλωτ
ό
κλητική
μπουκλωτ
έ
μπουκλωτ
ή
μπουκλωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπουκλωτ
οί
οι
μπουκλωτ
ές
τα
μπουκλωτ
ά
γενική
των
μπουκλωτ
ών
των
μπουκλωτ
ών
των
μπουκλωτ
ών
αιτιατική
τους
μπουκλωτ
ούς
τις
μπουκλωτ
ές
τα
μπουκλωτ
ά
κλητική
μπουκλωτ
οί
μπουκλωτ
ές
μπουκλωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπουκλωτός
<
μπούκλ(α)
+
-ωτός
•
Η
Ετυμολογία
χρειάζεται
ανάπτυξη με τεκμηρίωση
. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασία
μπουκλωτός
με
μπούκλες
,
σγουρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπουκλωτός
αγγλικά
:
curly
(en)