μπουκεταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουκεταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπουκετάρω
Μετοχή
επεξεργασίαμπουκεταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπουκετάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουκεταρισμένος
|
μπουκεταρισμένος, -η, -ο
|