Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπουκετάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπουκετάρω
<
μπουκέτο
+
-άρω
Ρήμα
επεξεργασία
μπουκετάρω
φτιάχνω
μπουκέτο
με
άνθη
Συγγενικά
επεξεργασία
μπουκετάρισμα
→
δείτε
τη λέξη
μπουκέτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπουκετάρω
γαλλικά
:
faire
(fr)
un
bouquet
(fr)