Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλόκι τα μπλόκια
      γενική
    αιτιατική το μπλόκι τα μπλόκια
     κλητική μπλόκι μπλόκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπλόκι < αγγλική block < μέση αγγλική blok < παλαιά γαλλικά bloc < μέση ολλανδική blok < παλαιά ολλανδικά *blok πρωτογερμανική *blukką < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰulǵ- < *bʰelǵ- (δοκός, σανίδα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈblo.ci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπλόκι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία