μπιζαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπιζαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπιζάρω
Μετοχή
επεξεργασίαμπιζαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπιζάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπιζαρισμένος
|
μπιζαρισμένος, -η, -ο
|