μπελούγκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /beˈlu.ga/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐λού‐γκα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπελούγκα θηλυκό
- (ζωολογία) Κητώδες (είδος φάλαινας) των αρκτικών και υποαρκτικών νερών
- (ιχθυολογία) είδος οξύρρυγχου, από τον οποίο παράγεται το ομώνυμο χαβιάρι
- (βοτανική, γαστρονομία) είδος μαύρης φακής (που μοιράζει με το ομώνυμο χαβιάρι)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μπελούγκα στη Βικιπαίδεια
- Beluga (sturgeon) στην αγγλική Βικιπαίδεια