μπαταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπατάρω
Μετοχή
επεξεργασίαμπαταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπατάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαταρισμένος
|
μπαταρισμένος, -η, -ο
|