μπαταρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμπαταρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μπαταρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μπαταρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπαταρισμένος