μπαρκαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαρκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπαρκάρω
Μετοχή
επεξεργασίαμπαρκαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπαρκάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαρκαρισμένος
|
μπαρκαρισμένος, -η, -ο
|