↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαρκαρισμένος η μπαρκαρισμένη το μπαρκαρισμένο
      γενική του μπαρκαρισμένου της μπαρκαρισμένης του μπαρκαρισμένου
    αιτιατική τον μπαρκαρισμένο την μπαρκαρισμένη το μπαρκαρισμένο
     κλητική μπαρκαρισμένε μπαρκαρισμένη μπαρκαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαρκαρισμένοι οι μπαρκαρισμένες τα μπαρκαρισμένα
      γενική των μπαρκαρισμένων των μπαρκαρισμένων των μπαρκαρισμένων
    αιτιατική τους μπαρκαρισμένους τις μπαρκαρισμένες τα μπαρκαρισμένα
     κλητική μπαρκαρισμένοι μπαρκαρισμένες μπαρκαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαρκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπαρκάρω

μπαρκαρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία