Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπανταρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπανταρισμέν
ος
η
μπανταρισμέν
η
το
μπανταρισμέν
ο
γενική
του
μπανταρισμέν
ου
της
μπανταρισμέν
ης
του
μπανταρισμέν
ου
αιτιατική
τον
μπανταρισμέν
ο
την
μπανταρισμέν
η
το
μπανταρισμέν
ο
κλητική
μπανταρισμέν
ε
μπανταρισμέν
η
μπανταρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπανταρισμέν
οι
οι
μπανταρισμέν
ες
τα
μπανταρισμέν
α
γενική
των
μπανταρισμέν
ων
των
μπανταρισμέν
ων
των
μπανταρισμέν
ων
αιτιατική
τους
μπανταρισμέν
ους
τις
μπανταρισμέν
ες
τα
μπανταρισμέν
α
κλητική
μπανταρισμέν
οι
μπανταρισμέν
ες
μπανταρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μπανταρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μπαντάρω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αμπαντάριστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπανταρισμένος