μπαντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /banˈda.ro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ντά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαμπαντάρω (παθητική φωνή: μπαντάρομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπαντάρω
|
- ↑ Πολλά λεξικά (μπαντάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, μπαντάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα), Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.) το ετυμολογούν από το ιταλικό ρήμα *bandare < banda (επίδεσμος), όμως σε έγκυρα λεξικά της ιταλικής δεν βρίσκεται ρήμα bandare αλλά badare (badare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).)