μπανταβός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπανταβός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.daˈvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ντα‐βός
Επίθετο επεξεργασία
μπανταβός, -ή, -ό
- (ιδιωματικό) βλάκας, χαζός, άμυαλος
Σημειώσεις επεξεργασία
- απαντά στην Αρκαδία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπανταλός (ηπειρώτικο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπανταβός
|