μπαμπούσκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαμπούσκα < ρωσική бабушка (bábuška, γιαγιά), υποκοριστικό του баба < πρωτοσλαβική *baba (ηλικιωμένη, γιαγιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαμπούσκα θηλυκό
- (παιχνίδι) άλλη μορφή του μπάμπουσκα (παρατονισμένη σε σχέση με τη ρωσική λέξη)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπαμπούσκα
|
Πηγές
επεξεργασία- μπάμπουσκα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)