↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματριόσκα οι ματριόσκες
      γενική της ματριόσκας των ματριοσκών
    αιτιατική τη ματριόσκα τις ματριόσκες
     κλητική ματριόσκα ματριόσκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ματριόσκα < ρωσική матрёшка (matrjóška, ματριόσκα) < λατινική matrona < mater
 
ματριόσκα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ματριόσκα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μπάμπουσκαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)