Δείτε επίσης: Μπαλτατζής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαλτατζής οι μπαλτατζήδες
      γενική του μπαλτατζή των μπαλτατζήδων
    αιτιατική τον μπαλτατζή τους μπαλτατζήδες
     κλητική μπαλτατζή μπαλτατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλτατζής < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Δείτε το μεσαιωνικό μπαλτατζής. Μορφολογικά αναλύεται σε μπαλτά(ς) + -τζής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bal.taˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαλ‐τα‐τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαλτατζής αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Η σημασία «ξυλοκόπος» [1], μεσαιωνική → δείτε τη λέξη μπαλτατζής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλτατζής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بالطه‌جی (baltacı) < بالطه (balta, τσεκούρι, μπαλτάς) + κατάληξη ـجی (-ci, -cı, -τζής)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαλτατζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο ξυλοκόπος
  2. (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης της φρουράς του οθωμανού σουλτάνου

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία